Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το σπυρί

  • 1 σπυρί

    [спири] ουσ. о. прыщ,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σπυρί

  • 2 зерно

    -а, πλθ. зёрна, зёрн, -рна
    ουδ.
    1. κόκκος, σπόρος φυτών, σπέρμα, σπυρί•

    горчичное зерно σινάπι, σιναπόσπορος•

    конопляное зерно κανναβόσπορος•

    крупные, мелкие -а μεγάλοι, μικροί κόκκοι•

    кофе в -ах καφές άτριφτος•

    хлеба ни -а ούτε σπυρί σιτάρι.

    2. αθρσ. γέννημα, τα δημητριακά•

    хлеб в - σιτάρι σε κόκκους ή σπυρί-σιτάρι•

    семенное зерно σπόρος σιτοειδής.

    3. μόριο, τρίμμα•

    жемчужные –а κόκκοι μαργαριταριού.

    || μτφ. ελάχιστη δόση, μόριο, σπυρί•

    ни -а морали нет ούτε κόκκος ήθους δεν υπάρχει.

    4. μτφ. βασική αρχή (αφετηρία), πυρήνας•

    зерно теории πυρήνας της θεωρίας•

    рациональное зерно λογικός πυρήνας•

    поэтическое зерно ποιητικός πυρήνας.

    Большой русско-греческий словарь > зерно

  • 3 зерно

    зерно с 1) (длод, семя злаков) το σπυρί, ο κόκκος, το κουκί 2) собир. τοσ(ι) τάρι 3) трен. о πυρήνας
    * * *
    с
    1) (плод, семя злаков) το σπυρί, ο κόκκος, το κουκί
    2) собир. το σ(ι)τάρι
    3) перен. ο πυρήνας

    Русско-греческий словарь > зерно

  • 4 прыщ

    το σπυρί.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прыщ

  • 5 нарыв

    нарыв
    м τό ἀπόστημα, τό σπυρί.

    Русско-новогреческий словарь > нарыв

  • 6 прыщ

    прыщ
    м τό σπυρί, τό σπιθούρι, τό ἐξάνθημα.

    Русско-новогреческий словарь > прыщ

  • 7 пупырышек

    пупырышек
    м разг τό σπυρί, τό σπυράκι.

    Русско-новогреческий словарь > пупырышек

  • 8 нарыв

    [ναρύβ] ουσ. α. σπυρί

    Русско-греческий новый словарь > нарыв

  • 9 прыщ

    [πρύστς] ουσ. α σπυρί

    Русско-греческий новый словарь > прыщ

  • 10 нарыв

    [ναρύβ] ουσ α σπυρί

    Русско-эллинский словарь > нарыв

  • 11 прыщ

    [πρύστς] ουσ α σπυρί

    Русско-эллинский словарь > прыщ

  • 12 болячка

    θ.
    σπυρί, πρήξιμο, οίδημα.бомба, -ы θ. βόμβα, μπόμπα•

    фугасная βόμβα καταστροφής•

    зажигательная болячка βόμβα εμπρηστική•

    атомная болячка ατομική βόμβα•

    водородная болячка υδρογονική βόμβα•

    дымовая болячка καπνογόνα βόμβα•

    осколочная болячка εκρηκτκή βόμβα•

    глубинная болячка βόμβα βυθού•

    болячка замедленного действия βόμβα με επιβράδυνση•

    болячка часовая βόμβα ωρολογιακή.

    Большой русско-греческий словарь > болячка

  • 13 веред

    α.
    (διαλκ.) εμπύημα, σπυρί, σπιθούρι• καλόγηρος,δοθιήν.

    Большой русско-греческий словарь > веред

  • 14 делать

    ρ.δ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ.деланный, βρ: -лан, -а, -о.
    1. φτιάχνω, κάνω, κατασκευάζω•

    делать мебель φτιάχνω έπιπλο.

    || δημιουργώ.
    2. ασχολούμαι, διεξάγω•

    делать опыты κάνω πειράματα.

    || κάνω•

    делать выбор κάνω εκλογή, εκλέγω•

    делать уроки κάνω τα μαθήματα•

    делать ошибку κάνω (διαπράττω) λάθος•

    делать предложение κάνω πρόταση, προτείνω•

    делать попытку κάνω απόπειρα, αποπειρώμαι• κάνω προσπάθεια•

    делать подарок κάνω δώρο, δωρίζω•

    делать покупки κάνω τα ψώνια, ψωνίζω•

    делать различия κάνω διακρίσεις•

    делать прогулку κάνω περίπατο•

    делать глупости κάνω (διαπράττω) ανοησίες.

    || επιβάλλω•

    делать выговор επιβάλλω ποινή.

    || εκτελώ•

    делать сто оборотов в минуту κάνω εκατό στροφές στο λεπτό.

    3. συμπεριφέρομαι, ενεργώ•

    делать все по своему κάνω πάντα από κεφαλιού μου, όπως μου αρέοει.

    || παρέχω προξενώ•

    делать добро κάνω καλό•

    делать одолжение δανείζω.

    εκφρ.
    это -ет вам честь – αυτό σας τιμά•
    что с ним -? – τι να κάνεις μ’ αυτόν;•
    нечего делать – δεν έχω τι να κάνω•
    делать всеобщим – γενικεύω•
    делать на скорую руку – κάνω (διεκπεραινω) στα γρήγορα•
    делать мину (ή лицо, физиономию) – κάνω μορφασμό, μορφάζω" делать упреки μέμφομαι, κακίζω, ψέγω•
    делать под себя – τα κάνω ή κατουριέμαι στο κρεβάτι•
    от нечего делать – μη έχοντας τι να κάνω.
    1. γίνομαι, καθίσταμαι•

    погода -ется хуже и хуже ο καιρός όλο και -χειροτερεύει•

    -ется темно σκοτεινιάζει•

    делать скупым γίνομαι τσιγγούνης•

    он -ется смешным αυτός γίνεται γελοίος (γελοιοποιείται).

    2. συμβαίνω•

    что у вас -ется дома? τι συμβαίνει (τι γίνεται) στο σπίτι σας;•

    что с ним -ется? τι του συμβαίνει;•

    как это -ется? πως συμβαίνει (γίνεται) αυτό;•

    с ним иногда -ются обморки συμβαίνει κάποτε αυτός να λιποθυμά•

    там -ются странные вещи εκεί συμβαίνουν παράξενα πράγματα•

    ему -ется дурно от этого питья αυτός γίνεται χάλια απ’ αυτό το πιοτό.

    || αναφύομαι, αναπτύσσομαι, βγαίνω•

    у него -ется нарыв на ноге στο πόδι του βγαίνει σπυρί.

    3. σχηματίζομαι, δημιουργούμαι•

    на стене -ются трещины ο τοίχος σχηματίζει ρωγμές (ραγίζεται, σκάζει).

    4. κατασκευάζομαι, φτιάχνομαι. || συμπεριφέρομαι•

    -итесь с ним, как знаете συμπεριφερθήτε του, όπως ξέρετε.

    εκφρ.
    что ему (тебе, мнеκ.τ.τ.) -ется τι μπορεί να του συμβαίνει.

    Большой русско-греческий словарь > делать

  • 15 лопаться

    ρ.δ
    1. ραγίζω, σκάζω• θραύομαι•σπάζω•

    -лись водопроводные трубы ράγιζαν οι σωλήνες του υδραγωγείου•

    почки -лись τα μπουμπούκια έσκαζαν (έβγαιναν)•

    нарыв -ется το σπυρί σπάζει.

    2. (για βόμβες κλπ.) εκρήγνομαι, σκάζω.
    3. μτφ. χρεοκοπώ, φαλίρω, παθαίνω κραχ.
    εκφρ.
    терпение -ется – η υπομονή εξαντλείται τελείως•
    лопаться от ή с жиру – σκάζω από τα πολλά πάχια.

    Большой русско-греческий словарь > лопаться

  • 16 нагноение

    ουδ.
    πύηση, εμπύηση, έμπυασμα. || απόστημα σπυρί.

    Большой русско-греческий словарь > нагноение

  • 17 нарыв

    α.
    απόστημα, σπυρί, διαπύημα.

    Большой русско-греческий словарь > нарыв

  • 18 прыщ

    α.
    εξάνθημα, σπυρί, σπιθούρι.

    Большой русско-греческий словарь > прыщ

  • 19 пупырышек

    -шка α. εξάνθημα• σπυρί.

    Большой русско-греческий словарь > пупырышек

  • 20 семя

    семени, πλθ. семена, семян, семенам ουδ.
    1. σπόρος, σπυρί•

    растение дало -на το φυτό έδοσε σπόρους•

    сеять -на σπέρνω σπόρους•

    всхожесть семян φύτρωμα των σπόρων.

    2. αρχή, αφετηρία, πρώτο ξεκίνημα•

    сеять -на раздора σπέρνω ζιζάνια, διχόνοια, γκρίνια.

    3. (φυσιολ.) το σπέρμα.
    4. γενεά, γενιά•

    семя Авраамово η γενιά του Αβραάμ.

    Большой русско-греческий словарь > семя

См. также в других словарях:

  • σπυρί — το 1. κόκκος σιταριού ή άλλου καρπού: Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί (Σολωμός). – Αυτό το ρόδι έχει πολύ χοντρό σπυρί. 2. εξάνθημα του δέρματος: Έβγαλε ένα σπυρί στη μύτη του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπυρί — το, Ν 1. εξάνθημα ή τοπική φλεγμονή τού δέρματος 2. σπόρος, κόκκος φυτού («λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κι η μάννα τό ζηλεύει», Σολωμ.) 3. φρ. «κακό σπυρί» ψευδάνθρακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο αρχ. *σπυρ ίον υποκορ. τού σπυρός δωρ. τ. τού πυρός… …   Dictionary of Greek

  • σπυρί — σπυρίς large basket fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπυράκι — το, Ν [σπυρί] 1. μικρό σπυρί 2. κοινή ονομασία ενός είδους τού φυτού τού ράμνος …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

  • Spiro (name) — Spiro(s) or Spyro(s) (Greek: Σπύρος with a nominative final s, that is usually dropped when Anglicised) is a male given name fairly common in Greek speaking population (Greece, Cyprus, Greek diaspora). It is a shortened form of the archaic… …   Wikipedia

  • Griechische Inseln — Zu Griechenland gehören mehr als 3.000 Inseln, von denen jedoch nur 78 mehr als 100 Einwohner haben. Die wichtigsten Inseln sind: Inhaltsverzeichnis 1 Inseln im Ionischen Meer 1.1 Ionische Inseln 1.1.1 Diapontische Inseln (Διαπόντια νησιά) 1.1.2 …   Deutsch Wikipedia

  • Liste der griechischen Inseln — Zu Griechenland gehören mehr als 3.000 Inseln, von denen jedoch nur 78 mehr als 100 Einwohner haben. Die wichtigsten Inseln sind: Inhaltsverzeichnis 1 Inseln im Ionischen Meer 1.1 Ionische Inseln 1.1.1 Diapontische Inseln (Διαπόντια νησιά) 1.1.2 …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Inseln — Zu Griechenland gehören mehr als 3.000 Inseln, von denen jedoch nur 78 mehr als 100 Einwohner haben. Inhaltsverzeichnis 1 Inseln im Ionischen Meer 1.1 Ionische Inseln 1.1.1 Diapontische Inseln (Διαπόντια νησιά) …   Deutsch Wikipedia

  • Δήμητρα — I (αρχ. Δημήτηρ). Μία από τις θεότητες του Δωδεκάθεου των αρχαίων, προστάτιδα της γεωργίας και όλων των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών που, κατά την ιστορία ή τη μυθολογία, συνδέονταν με αυτήν. Το χαρακτηριστικό επίθετο Θεσμοφόρος που της… …   Dictionary of Greek

  • άλας — Βλ. λ. άλατα. * * * ( ατος), το (Α ἅλας) (νεοελλ. και αλάτι, το αρχ. και ἅλς ἁλός, ο) 1. το χλωριούχο νάτριο, το μαγειρικό αλάτι που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και στη συντήρηση τροφίμων (βλ. λ. άλατα) 2. η δύναμη που συντηρεί και κάνει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»